προβλεπτικότητα

προβλεπτικότητα
η, Ν
η ιδιότητα και το χαρακτηριστικό γνώρισμα τού προβλεπτικού, το να αντιλαμβάνεται κανείς κάτι πριν ακόμη συμβεί και να φροντίζει έγκαιρα για την αντιμετώπιση ενδεχόμενων μελλοντικών δυσχερειών, προνοητικότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προβλεπτικός. Η λ., στον λόγιο τ. προβλεπτικότης, μαρτυρείται από το 1841 στον Α. Ρ. Ραγκαβή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • προβλεπτικότητα — η η ιδιότητα του προβλεπτικού, η προνοητικότητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προβλεπτικός — ή, ό/ προβλεπτικός, ή, όν, ΝΜ [προβλέπω] αυτός που έχει την ικανότητα να προβλέπει ό,τι πρόκειται να συμβεί και να φροντίζει έγκαιρα για την αντιμετωπισή του, προνοητικός. επίρρ... προβλεπτικῶς Μ με προβλεπτικότητα …   Dictionary of Greek

  • προνοητικότητα — η η ιδιότητα και η ικανότητα του προνοητικού, η προβλεπτικότητα, η έγκαιρη φροντίδα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προορατικότητα — η η ιδιότητα του προορατικού, η προβλεπτικότητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”